- εφαιρώ
- ἐφαιρῶ, -έω (Α)1. εκτείνομαι, ξαπλώνω πάνω σε κάτι («ἐπὶ χλόος εἷλε παρειάς», Απόλλ. Ροδ.)2. μέσ. ἐφαιροῡμαι, -έομαιεκλέγω κάποιον για να διαδεχθεί κάποιον άλλο3. παθ. εκλέγομαι ή διορίζομαι διάδοχος κάποιου άλλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αἱρῶ].
Dictionary of Greek. 2013.